Ostpolitik
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ostpolitik < Ost (ɔst, ανατολή) (< πρωτογερμανική *austrą) + Politik < αρχαία ελληνική πολιτικός < πόλις
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Ostpolitik (de) θηλυκό