SARL
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- SARL < Société à responsabilité limitée
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛs.a.ɛʁ.ɛl/
Συντομομορφή[επεξεργασία]
SARL (fr) θηλυκό, αρκτικόλεξο
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Société à responsabilité limitée στη γαλλική Βικιπαίδεια