STD

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

STD <
  1. Sexually Transmitted Disease
  2. Subscriber Trunk Dialing

Συντομομορφή[επεξεργασία]

STD (en)

  1. αφροδίσιο νόσημα