trunk

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
trunk trunks

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

trunk (en)

  1. ο κορμός δέντρου, ανθρώπου, ζώου
  2. η προβοσκίδα ελέφαντα
  3. το μπαούλο
     συνώνυμα: chest
  4. (ΗΠΑ) το πορτμπαγκάζ, χώρος αποθήκευσης και μεταφοράς σε ένα ΙΧ αυτοκίνητο
    a car’s trunk - το πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου
     συνώνυμα: boot (ΗΒ)
  5. κύκλωμα επικοινωνίας, κόμβος
  6. κεντρική οδική αρτηρία (trunk-road), αλλά και βασική γραμμή σε σιδηροδρομικό δίκτυο (trunk-line)ή σε ποτάμι
  7. (πληροφορική)
  8. (πληθ) trunks κοντό παντελόνι, αθλητικό σορτσάκι, μαγιό άνδρα κολυμβητή