trunk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
trunk | trunks |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
trunk (en)
- ο κορμός δέντρου, ανθρώπου, ζώου
- η προβοσκίδα ελέφαντα
- το μπαούλο
- (ΗΠΑ) το πορτμπαγκάζ, χώρος αποθήκευσης και μεταφοράς σε ένα ΙΧ αυτοκίνητο
- κύκλωμα επικοινωνίας, κόμβος
- κεντρική οδική αρτηρία (trunk-road), αλλά και βασική γραμμή σε σιδηροδρομικό δίκτυο (trunk-line)ή σε ποτάμι
- (πληροφορική)
- (πληθ) trunks κοντό παντελόνι, αθλητικό σορτσάκι, μαγιό άνδρα κολυμβητή