ποτάμι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ποτάμι | τα | ποτάμια |
γενική | του | ποταμιού | των | ποταμιών |
αιτιατική | το | ποτάμι | τα | ποτάμια |
κλητική | ποτάμι | ποτάμια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ποτάμι < αρχαία ελληνική ποτάμιον < ποταμός + κατάληξη υποκοριστικού -ίον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /poˈta.mi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ποτ‐τά‐μι
- ομόηχο: Ποτάμι
- τονικά παρώνυμα: Ποταμοί, Ποτάμοι

Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ποτάμι ουδέτερο
- (γεωγραφία) ο ποταμός
- (μεταφορικά) υποδηλώνει ότι ρέει μεγάλη ποσότητα από κάποιο υγρό
- ο ιδρώτας κύλαγε ποτάμι από το μέτωπό του
- το αίμα έτρεχε ποτάμι από την πληγή: δηλαδή η αιμορραγία ήταν ακατάσχετη
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- να το πάρει το ποτάμι: λέγεται όταν κάποιος δεν μπορεί να βρει την απάντηση σε ένα πρόβλημα ή αίνιγμα και ζητάει να του την πουν
Παροιμίες
[επεξεργασία]- τα σιγανά ποτάμια να φοβάσαι!: πρέπει να φοβάσαι περισσότερο, εκείνους που μοιάζουν ακίνδυνοι
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ποτάμι
→ δείτε τη λέξη ποταμός |
να το πάρει το ποτάμι
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)