boot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
boot | boots |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
boot (en)
- (υπόδηση) η μπότα
- (βρετανικό) πορτμπαγκάζ, χώρος αποθήκευσης και μεταφοράς σε ένα ΙΧ αυτοκίνητο
- (πληροφορική) συνώνυμο του bootstrap
[επεξεργασία]
πληροφορική:
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
(πληροφορική)