reboot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
reboot (en)
- (πληροφορική) επανεκκίνηση ηλεκτρονικού υπολογιστή (ή παρόμοιας ηλεκτρονικής συσκευής)
Ρήμα[επεξεργασία]
reboot (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- reboot στην αγγλική Βικιπαίδεια