disease

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
disease diseases

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

disease (en)

  1. η αρρώστια, η ασθένεια, η νόσος, το νόσημα, η πάθηση
    ⮡  Modern medicine cures diseases which were once considered incurable.
    Η σύγχρονη ιατρική θεραπεύει αρρώστιες που κάποτε τις θεωρούσαν ανίατες.
    ⮡  a serious disease - σοβαρή ασθένεια
    ⮡  We need to isolate the patient who has an infectious disease.
    Πρέπει να απομονώσουμε τον ασθενή που έχει μολυσματική νόσο.
    ⮡  mental diseases - ψυχικές παθήσεις
  2. (μεταφορικά) διαταραχή, δεινό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]