ailment
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
ailment | ailments |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ailment (en)
ενικός | πληθυντικός |
ailment | ailments |
ailment (en)