affliction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.flik.sjɔ̃/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
affliction afflictions

affliction (fr) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη affliger