Μετάβαση στο περιεχόμενο

indisposition

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
indisposition indispositions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

indisposition (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο)