Selanikli

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Selanikli < Selanik + -li

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɛlaːnicˈli/

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Selanikli (tr)

  1. (πατριδωνυμικό) ο Θεσσαλονικιός, η Θεσσαλονικιά
  2. επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο)