Weltwirtschaft
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Weltwirtschaft < Welt + Wirtschaft
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Weltwirtschaft (de) θηλυκό
Weltwirtschaft (de) θηλυκό