Wirtschaft
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Wirtschaft | die | Wirtschaften |
γενική | der | Wirtschaft | der | Wirtschaften |
δοτική | der | Wirtschaft | den | Wirtschaften |
αιτιατική | die | Wirtschaft | die | Wirtschaften |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Wirtschaft (de) θηλυκό