Werken
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Werken < Werk
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Werken (de) ουδέτερο
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]Werken (de) ουδέτερο
- δοτική πληθυντικού του Werk