Werk
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Werk | die | Werke |
γενική | des | Werks Werkes |
der | Werke |
δοτική | dem | Werk Werke |
den | Werken |
αιτιατική | das | Werk | die | Werke |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Werk < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική werc(h) < παλαιά άνω γερμανική werc [1] < πρωτογερμανική *werką [2] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wérǵom
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Werk (de) ουδέτερο
- η εργασία, η δουλειά
- (συνεκδοχικά) το έργο, το προϊόν της εργασίας
- λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό δημιούργημα
- εργοστάσιο, βιομηχανία
- μηχανισμός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- etwas ins Werk setzen : βάζω κάτι σε πράξη, πραγματοποιώ, υλοποιώ
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Werk στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Werk αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Werk < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Werk αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]
Σλοβενικά (sl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Werk < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Werk αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ουδέτερα (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (γερμανικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (ιταλικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (ιταλικά)
- Κύρια ονόματα (σλοβενικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (σλοβενικά)