Μετάβαση στο περιεχόμενο

βιομηχανία

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βιομηχανία οι βιομηχανίες
      γενική της βιομηχανίας των βιομηχανιών
    αιτιατική τη βιομηχανία τις βιομηχανίες
     κλητική βιομηχανία βιομηχανίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βιομηχανία < [1] λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vi.o.mi.xaˈni.a/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βιομηχανία θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βιομηχανί αἱ βιομηχανίαι
      γενική τῆς βιομηχανίᾱς τῶν βιομηχανιῶν
      δοτική τῇ βιομηχανί ταῖς βιομηχανίαις
    αιτιατική τὴν βιομηχανίᾱν τὰς βιομηχανίᾱς
     κλητική ! βιομηχανί βιομηχανίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βιομηχανί
γεν-δοτ τοῖν  βιομηχανίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βιομηχανία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική βιομήχαν(ος) + -ία < βιο- + μηχανή

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βιομηχανία θηλυκό