Μετάβαση στο περιεχόμενο

industry

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
industry industries

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɪndəstɹi/ και /ˈɪndʌstri/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

industry (en)