αναγκαία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
αναγκαία < αναγκαίος +

Επίρρημα

[επεξεργασία]

αναγκαία

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αναγκαία
      γενική των αναγκαίων
    αιτιατική τα αναγκαία
     κλητική αναγκαία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αναγκαία < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αναγκαίος στον πληθυντικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αναγκαία ουδέτερο στον πληθυντικό

  • όσα χρειάζονται, που τα έχουμε απόλυτη ανάγκη
    έβαλα στη βαλίτσα μου όλα τα αναγκαία
    αγόρασα όλα τα αναγκαία για δύο μήνες από το σούπερ μάρκετ

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 3

[επεξεργασία]
αναγκαία: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

αναγκαία

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του όμορφος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του όμορφος