Μετάβαση στο περιεχόμενο

industrie

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
industrie industries

industrie (fr) θηλυκό

  1. η βιομηχανία
  2. η καπατσοσύνη