abat-chauvée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
abat-chauvée | abat-chauvées |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abat-chauvée (fr) θηλυκό
- (ιδιωματικό) μαλλί μέτριας ποιότητας
ενικός | πληθυντικός |
abat-chauvée | abat-chauvées |
abat-chauvée (fr) θηλυκό