abrogatoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.bʁɔ.ɡa.twaːʁ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
abrogatoire abrogatoires

abrogatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Mesures abrogatoires. Ακυρωτικά μέτρα.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]