acétylène
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
acétylène | acétylènes |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.se.ti.lɛn/
- ⓘ
- ομόηχο: acétylènes
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]acétylène (fr) αρσενικό
- (χημεία) το ακετυλένιο, η ασετυλίνη
Πηγές
[επεξεργασία]- acétylène - Dictionnaire de français (Λεξικό της γαλλικής γλώσσας) - Larousse online
- acétylène - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé