acétylène
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
acétylène | acétylènes |
acétylène (fr)
- (χημεία) το ακετιλένιο, η ασετιλίνη
ενικός | πληθυντικός |
acétylène | acétylènes |
acétylène (fr)