Μετάβαση στο περιεχόμενο

acétylène

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
acétylène acétylènes

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
acétylène < acétyle (< λατινική acetum + αρχαία ελληνική ὕλη + -ène)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.se.ti.lɛn/
 
ομόηχο: acétylènes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

acétylène (fr) αρσενικό