acaso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
acaso (pt)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
acaso | acasos |
acaso (pt) αρσενικό
- η τύχη