accommoder
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- accommoder < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kɔ.mɔ.de/
Ρήμα[επεξεργασία]
accommoder (fr) (μεταβατικό)