accordéoniste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.kɔʁ.de.ɔ.nist/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
accordéoniste accordéonistes

accordéoniste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]