Μετάβαση στο περιεχόμενο

accrue

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
accrue accrues

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

accrue (fr) θηλυκό

  • (νομικός όρος) αύξηση της επιφάνειας ενός χωραφιού χάρη στην απομάκρυνση των υδάτων που το κάλυπταν