aceitável
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- aceitável < απο το λατινικό acceptabĭlis
Επίθετο[επεξεργασία]
aceitável (pt) (πληθ. aceitáveis)
- αποδεκτός, κανονικός, που πληρεί τις προϋποθέσεις
- οριακά αποδεκτός