προϋπόθεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | προϋπόθεση | προϋποθέσεις |
γενική | προϋπόθεσης & προϋποθέσεως |
προϋποθέσεων |
αιτιατική | προϋπόθεση | προϋποθέσεις |
κλητική | προϋπόθεση | προϋποθέσεις |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προϋπόθεση < προ + υποθέτω.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾɔ.i.ˈpɔ.θɛ.si/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προϋπόθεση θηλυκό
- κάτι που πρέπει να έχει επιτευχθεί πριν επιτευχθεί κάτι άλλο, ο όρος
- Προϋπόθεση πρόσληψης είναι η ολοκλήρωση στρατιωτικών υποχρεώσεων.