Μετάβαση στο περιεχόμενο

actualization

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
actualization actualizations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

actualization (en)