Μετάβαση στο περιεχόμενο

adicity

Από Βικιλεξικό

Αγγλικά (en)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
adicity adicities

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

adicity (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • adicity στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια