adroit
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adroit | adroits |
θηλυκό | adroite | adroites |
adroit (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | adroit | adroits |
θηλυκό | adroite | adroites |
adroit (fr)