affray

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
affray affrays

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

affray (en)

  • περιστατικό βίαιων επεισοδίων/μαζικού ξυλοδαρμού μεταξύ ομάδων ανθρώπων