afogamento
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
afogamento | afogamentos |
afogamento (pt) αρσενικό
- ο πνιγμός
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
afogamento | afogamentos |
afogamento (pt) αρσενικό