Μετάβαση στο περιεχόμενο

ageless

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός ageless
συγκριτικός more ageless
υπερθετικός most ageless

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ageless < age + -less

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

ageless (en)

  1. αγέραστος
  2. αιώνιος