agenouillement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
agenouillement < s'agenouiller

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ʒ(ə)nuj.mɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
agenouillement agenouillements

agenouillement (fr) αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]