agrippement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

agrippement < agripper

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
agrippement agrippements

agrippement (fr) αρσενικό