Μετάβαση στο περιεχόμενο

aigrette

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
aigrette aigrettes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aigrette (fr) θηλυκό

  1. (πτηνό) είδος ερωδιού
  2. λοφίο ορισμένων πουλιών
  3. διακοσμητικό λοφίο