aisselle
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
aisselle | aisselles |
aisselle (fr) θηλυκό
- η μασχάλη
ενικός | πληθυντικός |
aisselle | aisselles |
aisselle (fr) θηλυκό