Μετάβαση στο περιεχόμενο

aisselle

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
aisselle aisselles

aisselle (fr) θηλυκό