alarmiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
alarmiste | alarmistes |
alarmiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
alarmiste | alarmistes |
alarmiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη alarme