Μετάβαση στο περιεχόμενο

alleged

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

alleged (en) (χωρίς παραθετικά, επίσημο)

  • (μόνο πριν από το ουσιαστικό) φερόμενος ως, υποτιθέμενος, που δηλώνεται ως γεγονός αλλά χωρίς καμία απόδειξη
      the alleged leader of a terrorist group - ο φερόμενος ως αρχηγός μιας τρομοκρατικής ομάδας
      the alleged murderer - ο υποτιθέμενος φονιάς
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη supposed

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

alleged (en)