supposed
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
supposed (en)
Επίθετο[επεξεργασία]
supposed (en)
- υποτιθέμενος
- The supposed victim was in fact lying
- ο αναμενόμενος που θεωρητικά έπρεπε να... ή να μη..., που υποτίθεται ότι θα ήταν, που ήταν σχεδιασμένος, προοριζόμενος να, υποχρεωμένος να
- You are not supposed to smoke