be supposed to
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]be supposed to (en) (ιδιωματισμός)
- υποτίθεται ότι, είμαι υποχρεωμένος να, πρόκειται να, κάτι αναμένεται ή απαιτείται σύμφωνα με έναν κανόνα, ένα έθιμο, μια ρύθμιση κτλ.
- ⮡ He is supposed to come and help me.
- Υποτίθεται ότι θα έρθει να με βοηθήσει.
- ⮡ Everyone is supposed to know the rules.
- Υποτίθεται ότι όλοι ξέρουν τους κανόνες.
- ⮡ Am I supposed to clean my room?
- Είμαι υποχρεωμένος να καθαρίζω το δωμάτιο μου;
- ⮡ Yesterday, the trial was supposed to start.
- Χτες επρόκειτο να αρχίσει η δίκη.
- ⮡ He is supposed to come and help me.
- υποτίθεται ότι, θεωρείται, γενικά πιστεύεται ή αναμένεται να είναι/κάνει κάτι
- ⮡ He is supposed to be a good doctor.
- Υποτίθεται ότι είναι καλός γιατρός.
- ⮡ You are supposed to not know anything.
- Υποτίθεται ότι δεν ξέρεις τίποτα.
- ⮡ He is supposed to be rich.
- Θεωρείται πλούσιος.
- ⮡ He is supposed to be a good doctor.
- (αρνητικό, be not supposed to) δεν μου επιτρέπεται να
- ⮡ Teachers are not supposed to smoke in class.
- Οι δάσκαλοι δεν επιτρέπεται να καπνίζουν στην τάξη.
- ⮡ Teachers are not supposed to smoke in class.
Πηγές
[επεξεργασία]- suppose (idioms): be supposed to do/be something - Oxford Learner's Dictionaries
- suppose (idioms): not be supposed to do something - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 922. ISBN 9780194325684., λήμμα: υποτίθεται