allergie
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
allergie | allergies |
allergie (fr) θηλυκό
- η αλλεργία
![]() |
ενικός | πληθυντικός |
allergie | allergies |
allergie (fr) θηλυκό