Μετάβαση στο περιεχόμενο

already

Από Βικιλεξικό

Επίρρημα

[επεξεργασία]

already (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. ήδη, κιόλας, πια, πριν από τώρα ή πριν από μια συγκεκριμένη στιγμή στο παρελθόν
      I already sent you the message.
    Σου έστειλα ήδη το μήνυμα.
      The same thing has happened twice already.
    Το ίδιο πράγμα έχει συμβεί δυο φορές ήδη.
      I am sure we have already met.
    Είμαι βέβαιος ότι έχουμε ήδη συναντηθεί.
      We will have already left by the time you come.
    Θα έχουμε ήδη φύγει μέχρι να έρθεις.
      Don’t be scared, they will have already found who did it.
    Μην φοβάσαι, θα έχουν βρει ήδη ποιος το έκανε.
      You are not allowed to act like a child, you are already a man.
    Δεν επιτρέπεται να παιδιαρίζεις, είσαι κιόλας άνδρας.
      The extensive damage of the environment is already reality.
    Η εκτεταμένη καταστροφή του περιβάλλοντος είναι πια μια πραγματικότητα.
      March has come, it’s spring already!
    Έχει έρθει ο Μάρτιος, είναι άνοιξη πια!
  2. ήδη, κιόλας, χρησιμοποιείται για να εκφράσει την έκπληξη ότι κάτι συνέβη τόσο σύντομα ή τόσο νωρίς
      Have you not finished yet? It’s noon already.
    Ακόμα δεν τέλειωσες; Μεσημέριασε ήδη.
      Did you finish already?
    Τελείωσες κιόλας;
      It’s already been ten years this year that we’ve been living here.
    Είναι κιόλας ο δέκατος χρόνος φέτος που μένουμε εδώ.
      -“It’s time to go.” -“Already?”
    -«Είναι ώρα να πηγαίνουμε.» -«Κιόλας
  3. (αμερικανική σημασία, ανεπίσημο) πια, πλέον, χρησιμοποιείται μετά από μια λέξη ή φράση για να δείξω ότι είμαι ενοχλημένος
      Enough, stop already!
    Αρκετά, φτάνει πια!
      Stop annoying me already.
    Σταμάτα πλέον να μ΄ εκνευρίζεις.