aménageuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
aménageuse | aménageuses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
aménageuse (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
aménageuse | aménageuses |
aménageuse (fr) θηλυκό