aménorrhée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
aménorrhée aménorrhées

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aménorrhée (fr) θηλυκό