Μετάβαση στο περιεχόμενο

amaigrissement

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
amaigrissement amaigrissements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

amaigrissement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη maigre