amical
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | amical | amicaux |
θηλυκό | amicale | amicales |
amical (fr) αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]amical (ro)