amuseur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | amuseur | amuseurs |
θηλυκό | amuseuse | amuseuses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
amuseur (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη amuser